Μπορεί αυτή τη στιγμή να φαίνεται απίστευτο, καθώς η βόρεια Ευρώπη, η Ασία και τμήματα της Αμερικής γνωρίζουν βαρύ ψύχος, αλλά το 2010 ενδεχομένως να είναι η θερμότερη χρονιά στην ιστορία.
Όσοι αμφιβάλλουν ότι το πρόβλημα είναι τα αέρια του θερμοκηπίου έχουν πάρει θάρρος από την ανακοίνωση του Κέντρου Χάντλεϊ, το οποίο ανήκει στη Βρετανική Μετεωρολογική Υπηρεσία, σύμφωνα με την οποία η θερμότερη χρονιά από τότε που ξεκίνησαν οι μετρήσεις ήταν το 1998. Δώδεκα χρόνια χωρίς ένα νέο ρεκόρ, λένε οι σκεπτικιστές, είναι ένα μάλλον μεγάλο διάλειμμα σε μια υποτιθέμενη διαρκή αύξηση. Δυστυχώς γι' αυτούς, οι προβλέψεις της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας είναι ότι αυτό το διάλειμμα φέτος θα λάβει τέλος.
Το γεγονός ότι δεν σημειώθηκε ρεκόρ τη δεκαετία του 2000, γράφει ο Εκόνομιστ, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξε θέρμανση του πλανήτη αυτή την περίοδο. Σύμφωνα με άλλες μετρήσεις, μάλιστα, τέτοια ρεκόρ στην πραγματικότητα υπήρξαν. Ούτε είναι πρωτοφανής η διάρκεια της περιόδου χωρίς ρεκόρ. Η θερμότητα αποθηκεύεται συχνά για ένα διάστημα σε άλλα μέρη του συστήματος, όπως οι ωκεανοί, και δεν εμφανίζεται στα θερμόμετρα των μετεωρολόγων. Πράγματι, ένας από τους λόγους για τους οποίους η χρονιά αυτή ενδέχεται να είναι η θερμότερη όλων των εποχών είναι ότι ο τροπικός Ειρηνικός «ξεφορτώνεται» αυτή την εποχή θερμότητα.
Το φαινόμενο αυτό, κατά το οποίο η θερμότητα που έχει αποθηκευτεί στη θάλασσα τα προηγούμενα χρόνια απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα, είναι γνωστό με το όνομα Ελ Νίνιο. Ένας ισχυρός Νίνιο συνέβαλε στις θερμοκρασίες-ρεκόρ του 1998. Το 2007 και το 2008 συνέβη το αντίθετο φαινόμενο, που είναι γνωστό ως Λα Νίνια. Ετσι εξηγείται ότι οι χρονιές αυτές ήταν μάλλον ψυχρές για τα δεδομένα της δεκαετίας. Εκτός από τον Ελ Νίνιο, όμως, υπάρχει και ο ήλιος. Η λαμπρότητα του ήλιου παρουσιάζει διακυμάνσεις στη διάρκεια ενός κύκλου 11 ετών. Το 2009, ο ήλιος ήταν στο κατώτατο σημείο του κύκλου. Εκτός απροόπτου, έτσι, τους επόμενους 12 μήνες θα αρχίσει πάλι να λάμπει. Η πρόβλεψη της Βρετανικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας έγινε με τη χρησιμοποίηση του Συστήματος Δεκαετούς Πρόβλεψης.
Τα κλιματικά μοντέλα χρησιμοποιούνται συνήθως για να δείξουν πώς το κλίμα απαντά σε πράγματα όπως τα αέρια του θερμοκηπίου. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν μπορούν να πέσουν κι έξω. Η πρώτη μελέτη που έγινε με το σύστημα αυτό, το 2007, έδειξε ότι θα υπάρξουν αρκετά ακόμη χρόνια χωρίς ρεκόρ, για να ακολουθήσει μια αδιαμφισβήτητη αύξηση της θερμοκρασίας. Μελέτες που έγιναν στη συνέχεια όμως, με κάπως διαφορετικές αρχικές συνθήκες, δείχνουν ότι κατά 80% το 2010 θα είναι η θερμότερη χρονιά όλων των εποχών. Και η εξήγηση έχει σαφώς να κάνει με το «κρυφτούλι» που παίζει η θερμότητα. Από το 1998 ως το 2003, παρόλο που οι επιφανειακές θερμοκρασίες δεν αυξάνονταν, πολλή ενέργεια συσσωρευόταν στους ωκεανούς, όπως αποδεικνύεται από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας.
Αν ληφθούν υπόψη και οι επιπλέον επιπτώσεις από την τήξη των πάγων, η άνοδος αυτή ταιριάζει πλήρως με τη διαστολή των υδάτων των ωκεανών που προκαλείται από τη θερμότητα. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000, λοιπόν, η εξίσωση ήταν σωστή. Το πρόβλημα δημιουργείται στη συνέχεια. Ο ρόλος της τήξης των πάγων στην άνοδο της στάθμης μεγαλώνει, γεγονός που σημαίνει ότι η συμβολή της διαστολής (και άρα της θερμότητας που αποθηκεύεται στη θάλασσα) μειώνεται. Η ενέργεια που λείπει πρέπει λοιπόν να πηγαίνει κάπου αλλού. Μία πιθανότητα θα ήταν να αντανακλάται πίσω στο διάστημα. Αλλά τα στοιχεία δεν δείχνουν κάτι τέτοιο. Κι αν πολλά έχουν αμφισβητηθεί στην επιστήμη του κλίματος, το μόνο βέβαιο είναι ο πρώτος νόμος της θερμοδυναμικής: ότι δηλαδή δεν μπορεί ούτε να δημιουργηθεί ενέργεια ούτε να καταστραφεί. Η ενέργεια που διοχετεύει ο ήλιος στη Γη πρέπει να είναι ίση με την ενέργεια που αντανακλάται πίσω στο διάστημα, συν την ενέργεια που επανεκπέμπεται με τη μορφή υπέρυθρης ακτινοβολίας, συν την ενέργεια που αποθηκεύεται κάπου στην ατμόσφαιρα, τους ωκεανούς ή τη γη. Το ότι η εξίσωση δεν «βγαίνει» αποτελεί παραδοχή άγνοιας - μιας άγνοιας στην οποία καλύτερες και ακριβέστερες μετρήσεις είναι βέβαιο ότι θα δώσουν στο μέλλον απάντηση.
Πηγή: ΑΠΕ/ΜΠΕ από The Economist)